- περίκαλα
- επίρρ. τροπ., πολύ καλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίκαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που διακρίνεται για την εξαιρετική καλοσύνη του, πάρα πολύ καλός 2. περικαλλής 3. (η αιτ. ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίκαλα πολύ καλά … Dictionary of Greek